Τρίτη 10 Απριλίου 2012

City of birth, mister? Rethymno, Crete

(για το Σύλλογο Ενεργών πολιτών Ρεθύμνου Σύνπολις – www.synpolis.gr)

Όταν γεννήθηκε έλεγες δύσκολα θα σταθεί στα πόδια του αυτό το μαυροτσούκαλο  παιδί των πέντε κιλών. Μοιάζανε μικρά τα ποδαράκια του για να στηρίξουν ακόμη και το βάρος από τις τρίχες των μαλλιών του. Μα σαν πήρε μπρός, 10 νοματαίοι δεν το κάνανε καλά. Περπάταγε παντού, αδιάκοπα, ακόμη και σε μέρη που ‘λεγες πως δε χωρεί ούτε το βλέμμα τ’ αθρώπου.

Το δα να κομπιάζει μονάχα μια φορά. Στην παραλία. Η σκιά του Βρύσσινα και του Ψηλορείτη από τη μια, η μανία του κρητικού πελάου από την άλλη, κείνο το ζεστό αυγουστιάτικο απόγιωμα,  πάγωσαν τα βήματα, έβαλε τα  κλάματα, φοβήθηκε, μήτε στην αγκαλιά της μάνας του δεν είχε δύναμη να τρέξει. Ήταν το καλωσόρισμα του τόπου του, εκεί βαφτίστηκε Ρεθεμνιώτης. Ήταν ακόμη μικρός για να αντέξει το μεγάλο, ήταν ακόμη άγουρος για να αντέξει την επίθεση της όψιμης ιστορίας του τόπου. Είδα το λευκό περιστέρι της κρητικής περηφάνιας να κάθεται στο κεφαλάκι του, είδα τη φώτιση, λίγο πριν παραδοθεί στους στίχους του Κορνάρου και στις ηρωικές πράξεις του Καπετάν Μιχάλη, λίγο πριν κοιμηθεί.
Το ‘παιρναν οι γονείς του παντού. Στις παρέες, στα καζάνια, στα γλέντια μα και στις λύπες. Το ‘μαθε το μαύρο, μην του ζητάς να τ αποχωριστεί. Καλέμι το λαούτο, τον σμίλεψε και βήμα στο χτύπο της καρδίας του θα ‘δινε για μια ζωή, το χτύπημα του στιβανιού στο σκληρό τσιμέντο της πλατείας. Στα καφενεία, μαγνήτιζε το βλέμμα του η εμβληματική φιγούρα του Βενιζέλου, πάντα πρόχειρα κρεμασμένη πίσω απ τον πάγκο με τους γαζοντενεκέδες του τυριού και τα βαρέλια του λαδιού. Σώπαινε, καθώς άκουγε να λένε ιστορίες από τη Μάχη τσι  Κρήτης και πως παρατήσανε τους Κρητικούς στην Αλβανία, να προσπαθούν μάταια, να φτάσουν στην Καλαμάτα με τα πόδια, για να πά’ να πολεμήσουνε πίσω στην πατρίδα τους.
Ποτέ του δεν αρρώσταινε. Θες η αλμύρα του Λιβυκού, θες το ιώδιο του Κρητικού, θες το οινόπνευμα τσι ρακής που σκέπαζε τον τόπο, τον εκρατούσανε όρθιο και ζωντανό, να στέκει και να γυρίζει στα σοκάκια της παλιάς πόλης, να κρύβεται στις πολεμίστρες τσι Φορτέτζας και να μετράει κλεφτά στο μνημείο των Ηρώων στην πλατεία του χωρίου, ώσπου τα άλλα παιδιά να παρχωστούν σε κάποια τρύπα.
Δεν τον ένοιαζε για τη βόμβα της Χιροσίμα που γράφανε τα βιβλία του σχολειού, μήτε για το Νεάντεραλ, μα μήτε για το τείχος του Βερολίνου. Ξεσκόνιζε μοναχός του τα βιβλία στην Αγιά Βαρβάρα. Είχε να μάθει για τη δικιά του Χιροσίμα, για το Αρκάδι, είχε να μάθει για τους Μινωίτες, για την Κρητική πολιτεία και την Ένωση, μα για αυτά, λίγα λόγια λέγανε τα βιβλία. Ξεδίψαγε την ανάγκη του για γνώση, στην κρήνη Rimondi, στέγαζε την πεθυμιά του για να γνωρίσει τις ρίζες του στον Άγιο Φραγκίσκο. Περίσσευε η διάθεση του για να γνωρίσει την ιστορία του τόπου του, καθώς περισσεύουν τα σαχνίσια από τα τούρκικα σπίτια κάτω απ το μιναρέ.
Και σα μεγάλωσε, στα δεκαοχτώ χρόνια του, τον χτύπησε η μοίρα και ξενιτεύτηκε. Λίγο πριν μπει στο καράβι για την Ελλάδα, πάγωσε ξανά το περπάτημα του, σαν τότε, κοίταξε ξανά τον Ψηλορείτη, δάκρυσε. Το να του πόδι ακόμη πάταγε Κρήτη… Και κείνη την ώρα (?), το χρυσό σταυρουδάκι στο μπέτι του, μέσα απ το μαύρο πουκάμισο, σα να ‘βγαλε μια λάμψη, ένιωσε ένα σκούντημα στην πλάτη, είδε τον Αγγελή να τον αποχαιρετά, τον Γιαμπουδάκη να του γνέφει, το Σκορδαλό να του παίζει τη λύρα…Χαμογέλασε..στην πραγματικότητα δε θα φεύγε ποτέ!
# Μη λησμονάτε τον τόπο μας…Ενισχύστε τη διδασκαλία της τοπικής ιστορίας και του Κρητικού πολιτισμού στα σχολεία του Νομού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου