Οι συζητήσεις με θέματα που στρέφονται γύρω από το «κτί(ή)ριο», εκτός από την ποικιλομορφία που τις διέκρινε ανέκαθεν, χαρακτηρίζονται και από μια ένταση που σε καμία περίπτωση δε συνάδει με την «ηρεμία» του κτηριακού όγκου. Κάθε προσέγγιση, αποτελεί και μια ξεχωριστή περιπέτεια στο να μπορέσει κανείς να συσχετίσει το κτήριο σαν κατασκευή με τη χρήση του αλλά και τη σχέση του με το χρόνο και τον τόπο ∙ με το ιστορικό αποτύπωμά του δηλαδή.
Η προσέγγιση ενός κτηρίου αρχιτεκτονικά, σαγηνεύει. Πολλές φορές αποκόπτεται από τη χρήση του, καθώς ο θεατής μένει να αναλύει την όψη του, το κέλυφός του, μέσα από μια σύντομη χρονικά οπτική σάρωση. Ένα ολόκληρο δημιούργημα της μηχανικής μπορεί εύκολα να περάσει απαρατήρητο, μπορεί όμως κι αντίθετα , να σταματήσει το γοργό βήμα και να οδηγήσει σε μια διαδρομή, μέσα στο χρόνο, μέσα σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις τρέχουσες και σε τόπους ξένους. Το κτήριο μετατρέπεται σε μια χρονική γέφυρα, σε μια χωρική συνένωση ή σε μια φωτογραφική συλλογή με εικόνες από εκδηλώσεις του παρελθόντος, από στιγμές μέσα και έξω από αυτό, από στιγμές του μέλλοντος όπως αυτές μπορεί να προκύψουν μέσα από το σκοτεινό θάλαμο της φαντασίας. Το κτήριο ξεπερνάει τα επιχρίσματά του, τις εξωτερικές επικαλύψεις του και τους αρχιτεκτονικούς περιορισμούς του ∙ εκεί είναι ο «όγκος του», έξω από αυτά τα σύνορα, και πάντα μέσα στη φαντασία του παρατηρητή του.
Ο χρήστης είναι αυτός που αντιλαμβάνεται το κτήριο με ένα μοναδικό τρόπο. Είναι αυτός που μέσα από την καθημερινή παρατήρηση απαξιώνει σταδιακά την εξωτερική όψη αλλά συνεχώς τρίβεται με τη λειτουργικότητά του. Είναι αυτός που παίρνει από το κτήριο τα «βαθιά συναισθήματα» του και όχι αυτά τα έντονα της πρώτης ματιάς του παρατηρητή. Εάν μάλιστα είναι και ο ιδιοκτήτης, τότε το κτήριο αποτελεί γι αυτόν και στοιχείο περιουσίας, και επηρεάζει την προσωπική μικρό-οικονομία του. Στο χρήστη πάνω μπορεί κανείς να δει στοιχεία του κτηρίου, αλλά και πάνω σε αυτό να δει κανείς στοιχεία του χρήστη. Είναι μια αέναη μάχη, ένας αγώνας αλληλοδιαμόρφωσης και προσαρμογής. Έτσι το κτίριο παύει πια να θεωρείται «ακίνητο». Είναι μέσα στο χρήστη του, στην καθημερινότητα του και μαζί του, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, φέρεται. Πρόκειται για μια ετεροφερόμενη, λοιπόν, οντότητα και όχι για μια απλά ακίνητη περιουσία ή ένα σύνολο γραμμών σε ένα τοπογραφικό διάγραμμα.
Ακόμη και γλωσσολογικά το κτήριο προκαλεί έντονες συζητήσεις. Ετυμολογικά (ευκτήριο ή και οικητήριον με σίγηση του άτονου αρκτικού φωνήεντος και συγκοπή η γραφή της λέξης) δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρά να γραφεί με -η-, ενώ με βάση την επίδραση του ρήματος «κτίζω» και στα πλαίσια της απλοποίησης της γλώσσας πλέον κανείς μπορεί να απαντήσει το κτίριο γραμμένο μόνο με -ι-. Έτσι, ακόμη και στη γραφή του το κτήριο, δηλώνει αισθητά την παρουσία του στα πεπραγμένα και τα δεδομένα της κάθε εποχής.
Τι είναι, όμως, το κτίριο πρακτικά;
Πρόκειται για την αναδιανομή και την αναδιάταξη φυσικών πόρων με τη χρήση ανθρώπινου έργου και σκοπό την κάλυψη φυσικών αναγκών. Αυτό είναι το κτήριο. Είναι αυτή μαγική μίξη, ενός πράσινου μαρμάρου από την Τήνο, μιας ξερολιθιάς από τη μαύρη πέτρα της Κρήτης, τσιμέντο και σίδερο από τα βάθη της γης και άλλα προϊόντα εδαφικά που στα χέρια μηχανικών και τεχνικών μετατρέπονται σε έναν όγκο που πάντα θα παντρεύει εκτός από τα υλικά και την ιστορία της στιγμής, τα βιώματα όσων το κατασκευάζουν, που όμως πάντα θα μένουν άψυχα αν δεν κατοικούνται, ή αν εξαντλούν την ύπαρξη τους σε μια ταμπέλα επαιτείας για «ζωή» με τίτλο «Ενοικιάζεται» ή «Πωλείται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου